οδοντοτεχνίτης

οδοντοτεχνίτης
ο
ο κατασκευαστής τεχνητών δοντιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οδοντοτεχνίτης — και οδοντοτέχνης, ο τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή τεχνητών δοντιών, οδοντοστοιχιών και συναφών εξαρτημάτων …   Dictionary of Greek

  • δοντάς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Βάθης. Διέθεσε σημαντικά χρηματικά ποσά για τον Αγώνα. 2. Θεόδωρος. Γιος του Ιωάννη (βλ. 3.). Προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στον Αγώνα. 3. Ιωάννης. Καταγόταν από την Ύδρα. Κατά την περίοδο 1821 22 πήρε μέρος στις… …   Dictionary of Greek

  • οδοντοτέχνης — ο βλ. οδοντοτεχνίτης …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”